Η Μαρία και ο Κώστας δίνουν ραντεβού σ’ ένα υπαίθριο καφενείο. Είναι η πρώτη συνάντησή τους μακριά από τη νομαρχία. Κουβεντιάζοντας, βρίσκουν κοινά σημεία μεταξύ τους, καθώς και οι δύο είναι παιδιά δημόσιων υπαλλήλων κι έχουν ζήσει σε διάφορες πόλεις, ακολουθώντας τις μεταθέσεις των γονιών τους. Μάλιστα, κάποια στιγμή, σε μικρότερη ηλικία, βρέθηκαν να μένουν πολύ κοντά στην Καλαμάτα. Η Μαρία νιώθει από την πρώτη στιγμή ερωτευμένη. Ο Κώστας δείχνει περισσότερο συγκρατημένος. Μοναδική σκιά στη χαρά της Μαρίας, η αναφορά του Κώστα στον πρώτο του έρωτα, την Άννα, την οποία γνώρισε σε εφηβική ηλικία στα Χανιά και εξακολουθούν να διατηρούν αλληλογραφία. Ο Πίπης, διευθυντής πλέον της Νομαρχίας Αττικής και Βοιωτίας, προσκαλεί τη Μαρία σε γεύμα και της εξηγεί πώς πάντοτε τον ενδιέφερε, αλλά λόγω των υποχρεώσεών του δεν είχε αρκετό χρόνο να της αφιερώσει. Η Μαρία, με διακριτικότητα και ευγένεια, του εξηγεί πως έχουν μεταβληθεί πλέον τα αισθήματά της, θέλει όμως, να παραμείνουν φίλοι.